ασφαλιστήριος

ασφαλιστήριος
-α, -ο
αυτός με τον οποίο γίνεται η ασφάλιση: Πήρα αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασφαλιστήριος — ον και ος, α, ο αυτός μέσω του οποίου γίνεται η ασφάλιση, ο ασφαλιστικός («ασφαλιστήριο συμβόλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλιστής. Η λ. στον πληθ., ασφαλιστήρια, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”